Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπεργασία

См. также в других словарях:

  • επεργασία — ἐπεργασία, η (Α) [επεργάζομαι] παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.) 2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ἐπεργασίᾳ — ἐπεργασίαι , ἐπεργασία cultivation of another s land fem nom/voc pl ἐπεργασίᾱͅ , ἐπεργασία cultivation of another s land fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεργασίας — ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc pl ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεργασίαν — ἐπεργασίᾱν , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεργασιῶν — ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»