-
1 επεργασια
ἥ1) обработка чужой земли (sc. τὰ τῶν γειτόνων Plat., преимущ. принадлежащей храмам: τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Thuc.)2) право взаимного землепользования ( для граждан соседних государств)(ἐπιγαμία καὴ ἐ. Xen.)
См. также в других словарях:
επεργασία — ἐπεργασία, η (Α) [επεργάζομαι] παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.) 2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ… … Dictionary of Greek
ἐπεργασίᾳ — ἐπεργασίαι , ἐπεργασία cultivation of another s land fem nom/voc pl ἐπεργασίᾱͅ , ἐπεργασία cultivation of another s land fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεργασίας — ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc pl ἐπεργασίᾱς , ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεργασίαν — ἐπεργασίᾱν , ἐπεργασία cultivation of another s land fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεργασιῶν — ἐπεργασία cultivation of another s land fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)