-
1 πολεμόω
πολεμόω, verfeinden, zu Feinden machen, τινάς; übertr. auch vom Lande, χωρίον προςλαβεῖν, ὃ μετὰ μεγίστων καιρῶν οἰκειοῠταί τε καὶ πολεμοῠται, Thuc. 1, 36; ἐπεπολέμωτο, 57, worauf sich Moeris gloss. ὁ εἰς ἔχϑραν προαχϑείς bezieht; auch im med., ὅσοι γὰρ νῠν μηδετέροις ξυμμαχοῠσι, πῶς οὐ πολεμώσεσϑε αὐτούς, Thuc. 5, 98. Gebräuchlicher das comp. ἐκπολεμόω.
См. также в других словарях:
ἐπεπολέμωτο — πολεμόω make hostile plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπολεμούμαι — ἐπιπολεμοῡμαι, όομαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπεπολέμωτο πολεμίως διέκειτο» … Dictionary of Greek