-
1 επεξής
ἐφεξῆςin order: ionic (indeclform adverb)ἐπεξῆςindeclform (adverb)ἐπώχατοfut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose) -
2 ἐπεξῆς
ἐφεξῆςin order: ionic (indeclform adverb)ἐπεξῆςindeclform (adverb)ἐπώχατοfut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose) -
3 ἐπεξῆς
-
4 ἐφεξῆς
A in order, in a row, one after another,ἵζεσθαι Hdt.5.18
; ; , etc.; ἵστασθ' ἐ. πάντες all in a row, Id.Fr. 66;ἐ. ἐπὶ κέρως τεταγμέναι Eub.67.4
, Xenarch.4.6;φάλαγγα βάθος ἐ. X.HG7.5.23
;τὰ ἐ. λεγόμενα Pl.Sph. 261d
;ἵν' ἐ. ἡμῖν ὁ λόγος ἴῃ Id.Plt. 281d
;τὰς πράξεις ἐ. διελθεῖν Isoc.4.26
; ἐ. ἀποκρίνεσθαι in a connected manner, Ruf.Interrog.2: c. Art.,ᾖα τὰς ἐ. [πολιτείας] ἐρῶν Pl. R. 449a
, cf. Lg. 696e; ἡ ἐ. γωνία the adjacent angle, Euc.1.14; αἱ ἐ. τομαί adjacent sections, of branches of a hyperbola and its conjugate, Apollon. Perg.Con.2.19; γραμμαὶ ἐ. κείμεναι a series of straight lines, Archim.Spir.10; ἡ ἐ. [οἰκία] next door, Men.Inc.2.31;τὸ ἐ. ῥητέον Pl.Phdr. 239d
, cf. Arist.Cael. 281a28, etc.2 c. dat., next to, Pl. Prm. 149a, al.;τὸ ἐ. τούτοις Id.Phlb. 34d
;ἐ. τοῖς εἰρημένοις Arist. Pol. 1294a32
: rarely c. gen., [ γωνίας] Pl. Ti. 55a.II successively, continuously, esp. withπᾶς, ἐ. πάντας X. Oec.12.10
;δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐ. Id.HG4.6.4
;τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐ. ἁρπάζειν D.8.55
;μὴ τοῖς αἰτίοις, ἀλλὰ πᾶσιν ἐ. ὀργίζεσθαι Id.Prooem.38.2
.2 less freq. of Time,τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Hdt.2.77
, cf. Lys.19.52;ἐ. τέτταρες Ar. Ra. 915
;δὶς ἐ. Call. Epigr.37
.3 thereupon, immediately afterwards,εὐθὺς ἐ. D.18.31
;εἰσελθὼν οἴκαδε καὶ ἐ. οὑτωσὶ καθεζόμενος Id.21.119
. -
5 συρμαΐζω
A take an emetic or purge, of the Egyptians,συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι Hdt.2.77
, cf. Ael.NA5.46, Ps.-Diocl. ap. Paul.Aeg.1.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρμαΐζω
См. также в других словарях:
ἐπεξῆς — ἐφεξῆς in order ionic (indeclform adverb) ἐπεξῆς indeclform (adverb) ἐπώχατο fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεξής — (ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης) επίρρ. 1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.) 2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.) 3 … Dictionary of Greek
συρμαΐζω — Α [συρμαία] (για τους Αιγυπτίους) παίρνω συρμαία ως καθαρτικό φάρμακο («συρμαΐζουσι τρεῑς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek