-
1 επεξέτασιν
-
2 ἐπεξέτασιν
См. также в других словарях:
ἐπεξέτασιν — ἐπεξέτασις fresh review fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεξέτασις — ἐπεξέτασις, η (Α) [εξέταση] επιθεώρηση («ἐπεξέτασιν τοῡ στρατεύματος ἐποιήσαντο», Θουκ.) … Dictionary of Greek