-
1 ἐπενδύνω
A put on over,ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195
:—[voice] Med.,- σάμενος χιτῶνα J.AJ3.7.4
;πολλὰ σώματα Aen.Gaz. Thphr.p.60
B.: —[voice] Pass. (with [tense] aor. 2 part.- δύντες J.AJ5.1.12
), have on over,ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.Pel.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπενδύνω
-
2 ἐπενδύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπενδύω
См. также в других словарях:
θαιροδύτης — θαιροδύτης, ό (Α) πληθ. οί θαιροδύται οι κρίκοι διά μέσου τών οποίων διέρχονται τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαιρός* + δύτης (< δύω), πρβλ. εκ δύτης, επεν δύτης] … Dictionary of Greek