-
1 επενταθείς
-
2 ἐπενταθείς
-
3 ἐπεντείνω
II intr., press on amain, (lyr.); gain strength, increase, of a report, Thphr.Char.8.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεντείνω
См. также в других словарях:
ἐπενταθείς — ἐπεντείνω stretch tight aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεντείνω — ἐπεντείνω (Α) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου («μὴ νῡν ἀνῶμεν, ἄλλ ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον», Αριστοφ.) 2. (για διάδοση) εξαπλώνομαι («φήσει τὸ πρᾱγμα βοᾱσθαι γὰρ ἐν τῆ πόλει καὶ λόγον ἐπεντείνειν», Θεόφρ.) 3. μέσ. τεντώνομαι… … Dictionary of Greek