-
1 επεμήδετο
-
2 ἐπεμήδετο
-
3 ἐπιμήδομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμήδομαι
См. также в других словарях:
ἐπεμήδετο — ἐπιμήδομαι imagine imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] … Dictionary of Greek