Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπελεύσῃ

  • 1 επελεύση

    ἐφαιρέομαι
    fut part act fem dat sg (ionic)
    ἐπελεύσηι, ἐπέλευσις
    coming on: fem dat sg (epic)
    ἐπέρχομαι
    come upon: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > επελεύση

  • 2 ἐπελεύσῃ

    ἐφαιρέομαι
    fut part act fem dat sg (ionic)
    ἐπελεύσηι, ἐπέλευσις
    coming on: fem dat sg (epic)
    ἐπέρχομαι
    come upon: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπελεύσῃ

  • 3 налёт

    α.
    1. εισόρμηση, επίθεση από τον αέρα. || επέλευση.
    2. επιδρομή•

    налёт авиации επιδρομή αεροπορίας.

    || βομβαρδισμός αιφνίδιος•

    артиллерийский налёт αιφνίδιος βομβαρδισμός πυροβολικού•

    огневой налёт αιφνίδια πυρά.

    3. αιφνίδια εισβολή, επιδρομή (ιδίως ιππικού). || ληστρική επιδρομή.
    4. λεπτό στρώμα (σκόνης κ.τ.τ.), κατακάθι, πάτινα. || ένδειξη, σημείο, σημάδι.
    5. (ιατρ.) επίχρησμα, ψευδο-μεμβράνα.
    εκφρ.
    с -ом (налету) – α) με όλη την ταχύτητα, β) μτφ. στα πεταχτά, πολύ γρήγορα, αμέσως.

    Большой русско-греческий словарь > налёт

  • 4 наскок

    α.
    1. πήδημα, άλμα. || εφόρμηση. || μτφ. άγρια επίθεση.
    2. επέλευση• επιδρομή, έφοδος•

    кавалерийский наскок επιδρομή ιππικού.

    3. επίρ. -ом στα κουτουρού, κουτουράδα, απερίσκεπτα.
    εκφρ.
    с -ом – α) ορμητικά, καλπάζοντας, β) βλ. 3 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > наскок

См. также в других словарях:

  • επέλευση — η (AM ἐπέλευσις) μσν. νεοελλ. 1. έλευση, ερχομός απροσδόκητος 2. επίθεση αρχ. μσν. επιθεώρηση, εξερεύνηση αρχ. 1. τυχαίο γεγονός 2. δικαστική δίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλευσις (< μέλλ. ελεύσ ομαι, τού ρ. έρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπελεύσῃ — ἐφαιρέομαι fut part act fem dat sg (ionic) ἐπελεύσηι , ἐπέλευσις coming on fem dat sg (epic) ἐπέρχομαι come upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • επακολούθηση — η (AM ἐπακολούθησις) [επακολουθώ] διαδοχή, επέλευση, ακολουθία μσν. φρ. «εἰς τὴν πικολούθηση» κατόπιν, ύστερα από αρχ. 1. συμφωνία 2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη 3. αποτέλεσμα, επακολούθημα 4. φρ. «κατ ἐπακολούθησιν» ακολούθως, επομένως… …   Dictionary of Greek

  • μανιοκαταθλιπτικός — και μανιοκαταθλιπτικός, ή, ό φρ. «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση» ιατρ. πάθηση με διαλείπουσα ή κυκλική εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την επέλευση κατά τη διάρκεια τής ζωής τού ασθενούς διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • νάρκωση — (Ιατρ.). Βλ. λ. αναισθησία. * * * η (Α νάρκωσις) [ναρκώνω] το αποτέλεσμα τού ναρκώνω, η επέλευση τής νάρκης, απώλεια τής συνείδησης και παύση κάθε κίνησης νεοελλ. ιατρ. 1. η ελάττωση τής διεγερτικότητας τού νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή …   Dictionary of Greek

  • προσμένω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α 1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»