-
1 επεκύρσαμεν
-
2 ἐπεκύρσαμεν
-
3 ἐπικύρω
ἐπικύρω [pron. full] [ῡ], [dialect] Ep. [tense] impf. ἐπίκῡρον, [dialect] Ep. [tense] aor. 1 ἐπέκυρσα and ἐπεκύρησα [pron. full] [ῠ] (v.infr.):—A light upon, fall in with, c. dat.,μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Il.3.23
;ἱεροῖσιν ἐπ' αἰθομένοισι κυρήσας Hes.Op. 755
; αἰὲν ἐπ' αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ (v.l. ἀκωκήν) kept always touching his neck with.., Il.23.821; ἐπὶ ξίφος αὐχένι κύρσαι let his sword touch her neck, Q.S.13.394;ἐ. μετατροπίαις Pi.P.10.21
: c. gen., meet with, obtain,ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν Id.O.6.7
; μεγάλας ἀγαθᾶς τε.. βιοτᾶςἐπεκύρσαμεν A.Pers. 853
, cf. A.R.3.342.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικύρω
См. также в других словарях:
ἐπεκύρσαμεν — ἐπεκύ̱ρσαμεν , ἐπικύρω light upon aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικύρω — ἐπικύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία 2. μού τυχαίνει κάτι («μεγάλας ἀγαθᾱς τε... βιοτᾱς ἐπεκύρσαμεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύρω «συναντώ»] … Dictionary of Greek