-
1 επεκθύεσθαι
ἐπεκθύ̱εσθαι, ἐπί, ἐκ-θύω 1offer by burning: pres inf mpἐπεκθύ̱εσθαι, ἐπί, ἐκ-θύω 2rage: pres inf mp -
2 ἐπεκθύεσθαι
ἐπεκθύ̱εσθαι, ἐπί, ἐκ-θύω 1offer by burning: pres inf mpἐπεκθύ̱εσθαι, ἐπί, ἐκ-θύω 2rage: pres inf mp
См. также в других словарях:
ἐπεκθύεσθαι — ἐπεκθύ̱εσθαι , ἐπί , ἐκ θύω 1 offer by burning pres inf mp ἐπεκθύ̱εσθαι , ἐπί , ἐκ θύω 2 rage pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)