-
1 επεκδραμόντες
-
2 ἐπεκδραμόντες
См. также в других словарях:
ἐπεκδραμόντες — ἐπεκτρέχω sally out upon aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεκτρέχω — ἐπεκτρέχω (Α) 1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῡ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.) 2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω … Dictionary of Greek