-
1 επεκβοηθήσαντες
ἐπεκβοηθέωcry out against: aor part act masc nom /voc plἐπεκβοηθέωcry out against: aor part act masc nom /voc pl -
2 ἐπεκβοηθήσαντες
ἐπεκβοηθέωcry out against: aor part act masc nom /voc plἐπεκβοηθέωcry out against: aor part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
ἐπεκβοηθήσαντες — ἐπεκβοηθέω cry out against aor part act masc nom/voc pl ἐπεκβοηθέω cry out against aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεκβοηθώ — ἐπεκβοηθῶ, έω (Α) τρέχω έξω για να βοηθήσω κάποιον («ἐπεκβοηθήσαντες και προσπεσόντες τοῑς πρώτοις», Θουκ.) … Dictionary of Greek