Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπεισοδίου

  • 1 επεισοδίου

    ἐπεισόδιον
    coming in besides: neut gen sg
    ἐπεισόδιος
    coming in besides: masc /fem /neut gen sg
    ἐπεισοδιόω
    vary by introducing episodes: pres imperat act 2nd sg
    ἐπεισοδιόω
    vary by introducing episodes: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > επεισοδίου

  • 2 ἐπεισοδίου

    ἐπεισόδιον
    coming in besides: neut gen sg
    ἐπεισόδιος
    coming in besides: masc /fem /neut gen sg
    ἐπεισοδιόω
    vary by introducing episodes: pres imperat act 2nd sg
    ἐπεισοδιόω
    vary by introducing episodes: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἐπεισοδίου

См. также в других словарях:

  • ἐπεισοδίου — ἐπεισόδιον coming in besides neut gen sg ἐπεισόδιος coming in besides masc/fem/neut gen sg ἐπεισοδιόω vary by introducing episodes pres imperat act 2nd sg ἐπεισοδιόω vary by introducing episodes imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • γαλαρία — η 1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου 2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος 3. υπόγεια στοά ορυχείου 4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις 5. οι θεατές που… …   Dictionary of Greek

  • διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπλοκή — ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω] 1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο 2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού 3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών 4. α) παρεμβολή β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»