-
1 επειδη
1) (с aor. или pf., редко ppf. ind.) после того как, с тех пор как, когда (тж. усил. ἐ. τάχιστα, ἐ. θάττον, ἐ. πρῶτον как скоро, лишь только)ἐ. ἐτελεύτησε Δαρεῖος καὴ κατέστη Ἀρταξέρξης Xen. — после того как умер Дарий и воцарился Артаксеркс;
ἐ. ἐξηπάτησθε ὑμεῖς ὑπὸ τοῦ Φιλίππου Dem. — после того как вы были обмануты Филиппом;— (с aor. conjct. с оттенком повторности или обычности):ἐ. τόνγε δαμάσσεται (= δαμάσσηται) ὠκὺς ὀϊστός Hom. — когда его сразит быстрая стрела;— (с opt. без ἄν):ἐ. δὲ ἀνοιχθείη, εἰσῇμεν Plat. — когда (тюрьма) открывалась, мы входили (к Сократу);ἐ. πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι Plat. — когда он выйдет на (яркий) свет;— (с inf. по attractio modi):ἐ. δὲ γενέσθαι ἐπὴ τῇ οἰκίᾳ τῇ Ἀγάθωνος Plat. — когда я подошел к дому Агафона2) (с praes. ind.) так как, посколькуἐ. σὺ βούλει, ἀποκρίνου Plat. — раз хочешь, отвечай;
(в обращениях, — с подразумеваемым «(по)слушай», «знай (же)»):ἐ. ταῦτά μ΄ ἀνέμνησας Hom. — если ты (уж) напомнил мне об этом (то знай, что) -
2 ἐπειδή
{союз, 11}союз со знач.: • времени: после того как, с тех пор как; • причины: так как, поскольку.Ссылки: Мф. 21:46; Лк. 11:6; Деян. 13:46; 14:12; 15:24; 1Кор. 1:21, 22; 14:16; 15:21; 2Кор. 5:4; Флп. 2:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπειδή
-
3 επειδή
{союз, 11}союз со знач.: • времени: после того как, с тех пор как; • причины: так как, поскольку.Ссылки: Мф. 21:46; Лк. 11:6; Деян. 13:46; 14:12; 15:24; 1Кор. 1:21, 22; 14:16; 15:21; 2Кор. 5:4; Флп. 2:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επειδή
-
4 Ἐπειδὴ
После того какἐπειδὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἐπειδὴ
-
5 ἐπειδὴ
так какἘπειδὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπειδὴ
-
6 επειδή(ς)
σύνδ. потому что, так как; поскольку, принимая во внимание -
7 επειδή(ς)
σύνδ. потому что, так как; поскольку, принимая во внимание -
8 ἐπειδή
с. со знач.: 1. (время) после того как, с тех пор как; 2. (причинность) так как, поскольку.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπειδή
-
9 ἐπειδή
-
10 επειδή
[эпиди] σύνδ потому что, так как. -
11 επειδηπερ
-
12 καθαπτω
чаще med., ион. κατάπτομαι1) привязывать, прикреплять(τι ἀμφὴ σώματος δεσμοῖς Eur.)
2) укреплять(τι ἐπὴ τέν γῆν Xen.; τέν πρῶρραν εἰς ἀκίνητον Polyb.)
3) связывать, скреплять(φανερὸν …τὰ ὀστέα καθάπτειν τὰ νεῦρα Arst.)
4) набрасывать, накидывать, надевать(ὤμοις τινὸς ἀμφίβληστρον Soph.)
βρόχῳ καθημμένη Soph. — (Антигона) с накинутой (на шею) петлей;σκευῇ πρεπόντως σῶμ΄ ἐμὸν καθάψομαι Eur. — я надену на себя соответствующую одежду5) преимущ. med. схватывать(βρέφεος χείρεσσι Theocr.)
ἔχιδνα καθῆψε τῆς χειρός αὐτοῦ NT. — гадюка вцепилась ему в руку;6) med. простираться, проникать, доходить, достигать7) med. подходить, приближаться (к кому-л. с речью), обращаться(τινα ἐπέεσσι μαλακοῖσιν Hom.; λόγῳ δήκτῃ Plut.)
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Hom. — обратившись с неприязненной речью8) med. нападать, бранить, порицать(πικρῶς τινος Plut.)
ἐπειδή μου Νικίας καθήψατο Thuc. — поскольку Никий выступил с нападками на меня9) med. просить чьим-л. именем, призывать в свидетелиΔημαράτου τε καὴ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος Her. — ссылаясь на Демарата и других свидетелей -
13 δε
I σύνδ.1) (противительный, в сочетании с союзом μεν) а, но, же; ο μεν συμφωνεί, ο δε όχι один соглашается, а другой нет; 2) (сочинительный) и, а, да; а) (при соединении предложений): εκείνος ανεχώρησε, τον αντικατέστησε δε ο αδελφός του он уехал, и его заменил брат; б) (при перечислении): εκ των κατοίκων της πόλης μας οι μεν είναι Ρώσοι, οι δε Ουκρανοί, οι δε Λευκορώσοι одни из жителей нашего города русские, другие — украинцы, третьи — белорусы; 3) (усилительный) и; εάν δε., и если...; επειδή δε... и так как...; οσάκις δε... и всякий раз...; 4) (указывает на связь с предшествующими событиями): μετά δε τον θάνατον τού πατρός... а после смерти отца..., после же смерти отца... δε2II см. δέ[ν]δε3III (προστ. αόρ. от βλέπω) посмотри, смотри -
14 1894
{союз, 11}союз со знач.: • времени: после того как, с тех пор как; • причины: так как, поскольку.Ссылки: Мф. 21:46; Лк. 11:6; Деян. 13:46; 14:12; 15:24; 1Кор. 1:21, 22; 14:16; 15:21; 2Кор. 5:4; Флп. 2:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1894
См. также в других словарях:
επειδή... γε — ἐπειδή... γε (Α) (σύνδ.) αφού δα («ἐπειδὴ τὸν ὑπέρ κεφαλᾱς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… … Dictionary of Greek
επειδή — σύνδ. αιτιολ., δεδομένου ότι, αφού, διότι, μια και, λόγω του ότι, με το να, για το λόγο ότι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπειδή — ἐπεί after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek