-
1 ἐπειδή
ἐπειδή, d. i. ἐπεὶ δή, nachdem, seitdem, Zeitpartikel, = ἐπεί; ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν, seitdem er verlassen hat, Il. 1, 235; Folgde, οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδἡ ἐπαύσαντο, es ist nicht lange her, seit sie aufhörten, Thuc. 1, 6; 3, 68; ἐπειδὴ τῷδ' ἐβούλευσας μόρον Aesch. Ch. 505; εὐϑὺς. ἐπειδή, sogleich nachdem, Thuc. 1, 102; ἐπειδὴ τάχιστα, sobald als, Plat. Prot. 310 d; Xen. Cyr. 7, 5, 15 u. öfter; ἐπειδὴ ϑᾶσσον, Dem. 37, 41. – Auch causal, wie ἐπεί, doch seltener, da, weil; c. praes., Il. 14, 65; Thuc. 7, 13 u. A.; ἐπειδὴ σὺ βούλει, ἀποκρίνου Plat. Gorg. 448 b. Auch wie ἐπεί elliptisch, ὦ φίλ'· ἐπειδἡ ταῦτά μ' ἀνέμνησας· φασί Od. 3, 211; 14, 149. Mit dem optat. theils in indirecter Rede, Xen. An. 3, 5, 18, theils die wiederholte Handlung in der Vergangenheit ausdrückend, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀναστρέφοι, εὖ πως περιεσχίζοντο, so oft er sich umkehrte, Plat. Prot. 315 b; vgl. Phaed. 50 d; Thuc. 1, 49; ἐπειδὴ δέ τι ἐμφάγοιεν, ἀνίσταντο, sie standen jedesmal, sobald sie Etwas gegessen hatten, auf, Xen. An. 4, 5, 8. – In Il. 11, 478 steht αὐτὰρ ἐπειδὴ τόν γε δαμάσσεται ὠκὺς ὀϊστός, ὠμοφάγοι νιν ϑῶες δαρδάπτουσιν für ἐπειδὰν δαμάσσηται. – In orat. obliq. auch mit dem inf., Plat. Rep. X, 614 b Conv. 174 d; Dem. 19, 306, wo seit Bekker ἀκοῦσαι für ἀκούσαι steht. – Hom. braucht im Anfang des Verses ε lang.
-
2 ἐπειδή
ἐπειδή, nachdem, seitdem, Zeitpartikel, = ἐπεί; ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν, seitdem er verlassen hat; οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδἡ ἐπαύσαντο, es ist nicht lange her, seit sie aufhörten; εὐϑὺς. ἐπειδή, sogleich nachdem; ἐπειδὴ τάχιστα, sobald als. Auch causal, wie ἐπεί, doch seltener: da, weil. Mit dem optat. teils in indirecter Rede, teils die wiederholte Handlung in der Vergangenheit ausdrückend, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀναστρέφοι, εὖ πως περιεσχίζοντο, so oft er sich umkehrte; ἐπειδὴ δέ τι ἐμφάγοιεν, ἀνίσταντο, sie standen jedesmal, sobald sie etwas gegessen hatten, auf -
3 ἐπειδή
ἐπειδή conj. (Hom.+)① marker of time at which, when, after (Pherecyd. 14; Demosth. 18, 42; 213; Arrian, Anab. 5, 20, 1; Jos., Bell. 1, 231, Ant. 2, 334 al.; Just., A II, 2, 5f, D. 17, 1 al.; Ath. 6, 2) Lk 7:1 (v.l. ἐπεὶ δέ).② marker of cause or reason, (just) because (Diod S 19, 100, 7; cp. Just., D. 125, 2 ἐπειδή γε) Lk 11:6; Ac 13:8 D, 46; 14:12; 15:24; 1 Cor 1:22; 14:16; Phil 2:26; GPt 6:23; ApcPt 4:11; D 3:4; 5:6; 1 Cl 57:4 (Pr 1:24); 62:3; 2 Cl 12:1; B 7:5, 9; 12:5; IPhld 10:1; IPol 7:1; Hs 9, 13, 6; Dg 1:1; MPol 4:1; 12:2. ἐπειδὴ γάρ for since (Hero I p. 32, 20; Philo, Aet. M. 121; Just., D. 36, 6) 1 Cor 1:21; 15:21; Hs 9, 1, 2.—M-M. -
4 ἐπειδή
1 sinceγλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον. ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γεΤαντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.9
-
5 ἐπειδή γε
-
6 επειδη
1) (с aor. или pf., редко ppf. ind.) после того как, с тех пор как, когда (тж. усил. ἐ. τάχιστα, ἐ. θάττον, ἐ. πρῶτον как скоро, лишь только)ἐ. ἐτελεύτησε Δαρεῖος καὴ κατέστη Ἀρταξέρξης Xen. — после того как умер Дарий и воцарился Артаксеркс;
ἐ. ἐξηπάτησθε ὑμεῖς ὑπὸ τοῦ Φιλίππου Dem. — после того как вы были обмануты Филиппом;— (с aor. conjct. с оттенком повторности или обычности):ἐ. τόνγε δαμάσσεται (= δαμάσσηται) ὠκὺς ὀϊστός Hom. — когда его сразит быстрая стрела;— (с opt. без ἄν):ἐ. δὲ ἀνοιχθείη, εἰσῇμεν Plat. — когда (тюрьма) открывалась, мы входили (к Сократу);ἐ. πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι Plat. — когда он выйдет на (яркий) свет;— (с inf. по attractio modi):ἐ. δὲ γενέσθαι ἐπὴ τῇ οἰκίᾳ τῇ Ἀγάθωνος Plat. — когда я подошел к дому Агафона2) (с praes. ind.) так как, посколькуἐ. σὺ βούλει, ἀποκρίνου Plat. — раз хочешь, отвечай;
(в обращениях, — с подразумеваемым «(по)слушай», «знай (же)»):ἐ. ταῦτά μ΄ ἀνέμνησας Hom. — если ты (уж) напомнил мне об этом (то знай, что) -
7 επειδή
-
8 ἐπειδή
-
9 ἐπειδή
-
10 ἐπειδή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπειδή
-
11 ἐπειδή γε
ἐπειδή γε, da ja, weil denn -
12 ἐπειδή
{союз, 11}союз со знач.: • времени: после того как, с тех пор как; • причины: так как, поскольку.Ссылки: Мф. 21:46; Лк. 11:6; Деян. 13:46; 14:12; 15:24; 1Кор. 1:21, 22; 14:16; 15:21; 2Кор. 5:4; Флп. 2:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπειδή
-
13 επειδή
{союз, 11}союз со знач.: • времени: после того как, с тех пор как; • причины: так как, поскольку.Ссылки: Мф. 21:46; Лк. 11:6; Деян. 13:46; 14:12; 15:24; 1Кор. 1:21, 22; 14:16; 15:21; 2Кор. 5:4; Флп. 2:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επειδή
-
14 Ἐπειδὴ
После того какἐπειδὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἐπειδὴ
-
15 ἐπειδὴ
так какἘπειδὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπειδὴ
-
16 επειδή(ς)
σύνδ. потому что, так как; поскольку, принимая во внимание -
17 επειδή(ς)
σύνδ. потому что, так как; поскольку, принимая во внимание -
18 ἐπειδή
с. со знач.: 1. (время) после того как, с тех пор как; 2. (причинность) так как, поскольку.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπειδή
-
19 ἐπειδή
-
20 ἐπειδή
+ С 8-0-5-3-4=20 Gn 15,3; 18,31; 19,19; 23,13; 41,39when Gn 50,4; since, for, as, inasmuch as Gn 41,39; seen that, since Ex 1,21 Cf. AEJMELAEUS 1982, 79-80
См. также в других словарях:
επειδή... γε — ἐπειδή... γε (Α) (σύνδ.) αφού δα («ἐπειδὴ τὸν ὑπέρ κεφαλᾱς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… … Dictionary of Greek
επειδή — σύνδ. αιτιολ., δεδομένου ότι, αφού, διότι, μια και, λόγω του ότι, με το να, για το λόγο ότι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπειδή — ἐπεί after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek