Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπειδή+γε

  • 1 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 2 поскольку

    поскольку εφόσο, επειδή μια και
    * * *
    εφόσο, επειδή μια και

    Русско-греческий словарь > поскольку

  • 3 потому

    потому να γιατί, γι'αυτό· \потому что διότι, επειδή
    * * *
    να γιατί, γι’αυτό

    потому́ что — διότι, επειδή

    Русско-греческий словарь > потому

  • 4 так

    так 1) (таким образом) έτσι, μ'αυτό τον τρόπο 2) -(настолько) τόσο; \так много τόσο πολύ 3) (утверждение) έτσι ◇ так себе έτσι κι έτσι· \так как γιατί, διότι, επειδή
    * * *
    1) ( таким образом) έτσι, μ’αυτό τον τρόπο
    2) ( настолько) τόσο

    так мно́го — τόσο πολύ

    3) ( утверждение) έτσι
    ••

    та́к себе — έτσι κι έτσι

    так как — γιατί, διότι, επειδή

    Русско-греческий словарь > так

  • 5 ввиду

    ввиду́
    предлог (по причине) ἐπειδή, ἐνεκα, ἐνεκεν, ἐξ αἰτίας:
    \ввиду того, что... ἐπειδή, ἐνεκα τοῦ..., λόγω τοῦ...

    Русско-новогреческий словарь > ввиду

  • 6 ведь

    ведь
    1. частица у сил. (большей частью не переводится) μά, πραγματικά/ μήπως (в вопр. предложениях):
    \ведь это всем известно (μά) αὐτό εἶναι γνωστό σέ ὀλους· \ведь это правда? ἐτσι δέν εἶναι; (μήπως) δέν εἶναι ἀλήθεια;· \ведь я не спорю! μά δέν διαφωνώ!· \ведь вы это сделаете? (λοιπόν) θά τό κάνετε αὐτό;·
    2. союз ἐπειδή, ἀφοῦ, γιατί:
    он сегодня не мог прийти, \ведь он болен δέν μπόρεσε σήμερα νά ἐρθει, ἐπειδή εἶναι ἀρρωστος.

    Русско-новогреческий словарь > ведь

  • 7 As

    adv.
    Of time, P. and V. ὅτε, ὡς, ἡνκα, V. εὖτε.
    Of cause, because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁδούνεκα, εὖτε.
    Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή, ἐπείπερ, Ar. and P. ἐπειδήπερ.
    Of comparison: P. and V. ὡς, ὥσπερ, οἷα, Ar. and P. καθπερ, V. ὥστε, ὅπως, περ, ὁποία; see also Like.
    In the way in which: P. and V. ὡς, ὥσπερ, V., ὅπως.
    As if: P. and V. ὡσπερεί.
    As far as: see under Far.
    As quickly as possible: P. and V. ὡς τχιστα, ὅσον τχιστα.
    As soon as: P. and V. ὡς τχιστα, ἐπεὶ τχιστα, P. ἐπειδὴ τάχιστα, V. ὅπως τχιστα.
    As for, prep.: P. and V. κατ (acc.), ἐπ (dat.), ἕνεκα (gen.), Ar. and V. ἕκατι (gen.), οὕνεκα (gen.).
    As for your question: V. ὃ δʼ οὖν ἐρωτᾶτε (Æsch., P.V. 226).
    As it is: P. and V. νῦν, νυνί (Eur., Supp. 605, but rare V.; also Ar.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > As

  • 8 Bow

    v. trans.
    Ar. and P. κατακάμπτειν, Ar. and V. κάμπτειν.
    Incline in any direction: P. and V. κλνειν.
    Crush: P. and V. πιέζειν, V. γνάμπτειν.
    Humble: P. and V., καθαιρεῖν, συστέλλειν.
    Bow the head: V. νεύειν καρα.
    I am bowed down with woe: V. συνέσταλμαι κακοῖς (Eur., H.F. 1417).
    Bow the knee: V. κάμπτειν γόνυ, or κάμπτειν alone.
    V. intrans.
    Bend: P. and V. κάμπτεστθαι.
    Incline: P. and V. κλνεσθαι.
    Bend forward: Ar. and P. κύπτειν, Ar. προκύπτειν.
    Make obeisance: P. and V. προσκυνεῖν, V. προσπίπτειν, προσπίτνειν.
    Bow to: met., P. and V. ποπτήσσειν (acc.).
    Yield to: P. and V. εἴκειν (dat.), πείκειν (dat.).
    Bowing ( to fate) since they thought that all was on the way to being lost: P. ὑποκατακλινόμενοι ἐπειδὴ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον (Dem. 127).
    Since I hear you say so, I bow ( to your decision): P. ἐπειδὴ σοῦ ἀκούω ταῦτα λέγοντος κάμπτομαι (Plat., Prot. 320B).
    ——————
    subs.
    Obeisance: P. προσκύνησις, ἡ.
    ——————
    subs.
    Circular shape: P. and V. κύκλος, ὁ.
    Loop: P. and V. ἀγκλη, ἡ (Xen.).
    Weapon: P. and V. τόξον, τό.
    Of a bow, adj.: P. and V. τοξικός, V. τοξήρης.
    Armed with the bow, adj.: V. τοξοτευχής, Ar. τοξοφόρος.
    Conquering with the bow, adj.: V. τοξόδαμνος.
    Shoot with the bow, v. trans. or intrans.: P. and V. τοξεύειν; v. trans., Ar. and P. κατατοξεύειν.
    Have two strings to one's bow: see under String.
    Rainbow: P. Ἶρις, ἡ (Plat., Rep. 616B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bow

  • 9 ввиду

    ввиду ένεκα, εξαιτίας, επει δή \ввиду того, что... δεδομένου ότι...
    * * *
    ένεκα, εξαιτίας, επειδή

    ввиду́ того́, что... — δεδομένου ότι...

    Русско-греческий словарь > ввиду

  • 10 занятость

    за́нят||ость
    ж ἡ ἀπασχόληση [-ις]:
    из-за \занятостьости он редко бывает в театре ἐπειδή εἶναι πολύ ἀπασχολημένος σπάνια πηγαίνει στό θέατρο.

    Русско-новогреческий словарь > занятость

  • 11 изворачиваться

    изворачиваться
    несов ξεφεύγω, κάνω ἐλιγμούς, ξεγλιστρώ / пере ἡ. τά κλωθογυ-ρίζω / κάνω διάφορους συνδιασμούς γιά νά τά φέρω βόλτα (при финансовых затруднениях):
    ему пришлось \изворачиваться, чтобы ответить на вопрос τά κλωθογύριζε πολύ γιά νά μπορέσει ν'ἀπαντήσει· семье́ приходилось \изворачиваться, так как средств не хватало ἡ οἰκογένεια ἐκανε πολλούς συν-διασμούς γιά νά τά φέρει βόλτα ἐπειδή τά ἐσοδα ήτανε λίγα

    Русско-новогреческий словарь > изворачиваться

  • 12 истечение

    истечени||е
    с
    1. уст. ἡ ἐκροή·
    2. (окончание) ἡ λήξη [-ις] προθεσμίας:
    по \истечениеи срока μετά τήν λήξη τῆς προθεσμίας· за \истечениеем времени ἐπειδή πέρασε ἡ ὠρα.

    Русско-новогреческий словарь > истечение

  • 13 ненадобность

    ненадобность
    ж разг^ ἡ ἀχρηστία:
    за \ненадобностью ἐπειδή δέν χρειάζεται, σάν ἄχρηστο.

    Русско-новогреческий словарь > ненадобность

  • 14 оттого

    оттого
    нареч γιαυτό τόν λόγο:
    \оттого что επειδή.

    Русско-новогреческий словарь > оттого

  • 15 потому

    потому
    1. нареч διότι, γιατί, γι ' αὐτό, ἀκριβώς γι· αὐτό:
    мне некогда, \потому-то я и не могу́ прийти δέν ἔχω καιρό καί ἀκριβώς γι ' ἀετό δέν μπορώ νά ἐλθω· 2.:
    \потому что союз διότι, ἐπειδή, γιατί.

    Русско-новогреческий словарь > потому

  • 16 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 17 хотя

    хотя
    союз
    1. ἄν καί, καίτοι, μ' ὅλο πού, μ' ὅλον ὅτι:
    я приду́ \хотя мне и некогда... ἄν καί δέν ἔχω καιρό ὅμως θά §ρθω...·
    2. (однако, но) μολονότι· ◊ \хотя бы а) (даже если) καί ἄν ἀκόμα· я сделаю эту работу сегодня, \хотя бы мне пришлось просидеть ночь θά τελειώσω σήμερα αὐτή τή δουλειά ἀκόμα κι ἄν χρειαστεί νά κάτσω ὅλη τήν νύχτα· б) (хорошо бы) τουλάχιστο[ν]:
    ты \хотя бы пошли погуляла νά πήγαινες τουλάχιστον νά κάνεις περίπατο· \хотя бы по одному́ тому́... ἄν ὄχι γιά τίποτε ἀλλο (τουλάχιστο) ἐπειδή...· это ви́дно \хотя бы из следующего факта αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό ἐξής γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > хотя

  • 18 as

    [æz] 1. conjunction
    1) (when; while: I met John as I was coming home; We'll be able to talk as we go.) καθώς
    2) (because: As I am leaving tomorrow, I've bought you a present.) επειδή, καθώς
    3) (in the same way that: If you are not sure how to behave, do as I do.) όπως
    4) (used to introduce a statement of what the speaker knows or believes to be the case: As you know, I'll be leaving tomorrow.) όπως
    5) (though: Old as I am, I can still fight; Much as I want to, I cannot go.) παρόλο
    6) (used to refer to something which has already been stated and apply it to another person: Tom is English, as are Dick and Harry.) όπως επίσης
    2. adverb
    (used in comparisons, eg the first as in the following example: The bread was as hard as a brick.) σαν
    3. preposition
    1) (used in comparisons, eg the second as in the following example: The bread was as hard as a brick.) σαν
    2) (like: He was dressed as a woman.) σαν
    3) (with certain verbs eg regard, treat, describe, accept: I am regarded by some people as a bit of a fool; He treats the children as adults.) σαν
    4) (in the position of: He is greatly respected both as a person and as a politician.) ως
    - as if / as though
    - as to

    English-Greek dictionary > as

  • 19 because

    [bi'koz]
    (for the reason that: I can't go because I am ill.) επειδή

    English-Greek dictionary > because

  • 20 for

    [fo:] 1. preposition
    1) (to be given or sent to: This letter is for you.) για
    2) (towards; in the direction of: We set off for London.) για,προς
    3) (through a certain time or distance: for three hours; for three miles.) για,επί
    4) (in order to have, get, be etc: He asked me for some money; Go for a walk.) για
    5) (in return; as payment: He paid $2 for his ticket.) για,έναντι
    6) (in order to be prepared: He's getting ready for the journey.) για
    7) (representing: He is the member of parliament for Hull.) για
    8) (on behalf of: Will you do it for me?) εκ μέρους,για
    9) (in favour of: Are you for or against the plan?) υπέρ
    10) (because of: for this reason.) γι'αυτό,για
    11) (having a particular purpose: She gave me money for the bus fare.) για
    12) (indicating an ability or an attitude to: a talent for baking; an ear for music.) για,προς
    13) (as being: They mistook him for someone else.) για
    14) (considering what is used in the case of: It is quite warm for January (= considering that it is January when it is usually cold).) για
    15) (in spite of: For all his money, he didn't seem happy.) παρά
    2. conjunction
    (because: It must be late, for I have been here a long time.) επειδή, καθώς

    English-Greek dictionary > for

См. также в других словарях:

  • επειδή... γε — ἐπειδή... γε (Α) (σύνδ.) αφού δα («ἐπειδὴ τὸν ὑπέρ κεφαλᾱς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …   Dictionary of Greek

  • επειδή — σύνδ. αιτιολ., δεδομένου ότι, αφού, διότι, μια και, λόγω του ότι, με το να, για το λόγο ότι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπειδή — ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπειδή — ἐπειδή , ἐπεί after that indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»