-
1 επεγήθει
-
2 ἐπεγήθει
-
3 ἐπιγηθέω
A rejoice, triumph over, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ' ; exult in,γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Opp.H.1.570
:— also in form [suff] ἐπιγενν-γήθω,τοῖς γινομένοις Simp.in Epict.p.88D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγηθέω
См. также в других словарях:
ἐπεγήθει — ἐπιγηθέω rejoice imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)