Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπεβίω

См. также в других словарях:

  • ἐπεβίω — ἐπιβιόω live over aor ind act 3rd sg ἐπιβιόω live over imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβιώνω — (AM ἐπιβιῶ, όω) επιζώ, εξακολουθώ να ζω μετά από κάποιο γεγονός («ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἕξ μῆνας») νεοελλ. 1. διατηρώ τη δύναμη ή την αξία μου μετά από κάποιο (δυσάρεστο συνήθως) γεγονός 2. καταφέρνω να διατηρούμαι στη ζωή ή σε δραστηριότητες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»