-
1 ἐπείκοστον
ἐπείκοστον, τό, a sumGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπείκοστον
См. также в других словарях:
επείκοστον — ἐπείκοοτον και ἐφείκοοτον, το (Α) ποσό που αυξήθηκε κατά ένα εικοστό πάπ … Dictionary of Greek
1 ἐπείκοστον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπείκοστον
επείκοστον — ἐπείκοοτον και ἐφείκοοτον, το (Α) ποσό που αυξήθηκε κατά ένα εικοστό πάπ … Dictionary of Greek