Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπείγετο

См. также в других словарях:

  • ἐπείγετο — ἐπείγω press by weight imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… …   Dictionary of Greek

  • ἐπείγετ' — ἐπείγετε , ἐπείγω press by weight pres imperat act 2nd pl ἐπείγετε , ἐπείγω press by weight pres ind act 2nd pl ἐπείγεται , ἐπείγω press by weight pres ind mp 3rd sg ἐπείγετο , ἐπείγω press by weight imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐπείγετε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… …   Определитель языков мира по письменностям

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»