-
1 επαύρον
ἐπαυρέωpartake of: aor ind act 3rd pl (doric)ἐπαυρέωpartake of: aor ind act 1st sg (doric) -
2 ἐπαῦρον
ἐπαυρέωpartake of: aor ind act 3rd pl (doric)ἐπαυρέωpartake of: aor ind act 1st sg (doric) -
3 ἐπαυρέω
A ,ἐπαυρίσκουσι Thgn.111
: [tense] aor.ἐπαῦρον Pi.P.3.36
, subj. ἐπαύρω, ῃς, ῃ (v. infr.), inf. ἐπαυρεῖν, -έμεν, Hom. (v. infr.):—[voice] Med.,ἐπαυρίσκομαι Il.13.733
, Demoer. 172, Hp.Nat.Puer.12, Morb.4.39: [tense] fut.ἐπαυρήσομαι Il.6.353
: [ per.] 2sg. [tense] aor. 1 ἐπηύρω ( ἐπηύρου Elmsl.) A.Pr.28, inf.ἐπαύρασθαι Hp.Jusj.
fin., Ep.27, Plb.18.11.7: [tense] aor. 2 , poet. [ per.] 2sg.ἐπαύρεο Pi.N.5.49
, [ per.] 3sg. ἐπηύρετο prob. in Arist.EN 1163a20; [dialect] Ep. [ per.] 2sg. subj.ἐπαύρηαι Il. 15.17
, -ῃ (cf. 11.3), [ per.] 3pl.- ωνται 1.410
; inf.ἐπαυρέσθαι E.IT 529
, And.2.2 (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπαυρεθέντα· ἐπιβάλλοντα, Hsch.I [voice] Act., partake of, share, c.gen. rei,τῶν.. βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν Il.18.302
; αὐτὸν.. σε βούλομ' ἐπαυρέμεν (gen. omitted) Od.17.81; πλεῖον νυκτὸς ἐπαυρεῖ enjoys a greater share of night, of Sirius, Hes.Op. 419; γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον many have had enjoyment of (i.e. suffered loss from) neighbours, Pi.P.3.36; τὸ μέγιστον ἐπαυρίσκουσι have enjoyment in the highest degree, Thgn.111; obtain, meet with,εἴ κε.. κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ A.R.2.174
.2 of physical contact, touch, graze, esp. of slight wounds, c. acc., παρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν (sc. τὰ δοῦρα) Il.11.573;μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ 13.649
: c. gen., λίθου δ' ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν take care not to touch, 23.340: abs., καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρῃ if the spear touch ever so little, 11.391, cf. Nic.Th. 763.II [voice] Med., reap the fruits, enjoy the benefit of a thing, whether good or bad:1 c. gen., in good sense,τοῦ πολλοὶ ἐπαυρίσκονται Il.13.733
;μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο Pi.N.5.49
;τοῦδ' ἐπαυρέσθαι θέλω E.IT 529
, cf. A.R. 1.677,4.964;μικροῦ δὲ βιότου ζῶντ' ἐπαυρέσθαι χρεών Trag.Adesp. 95.4
( = Com.Adesp.1207.4);τῆς ζόης ἐ. Herod.3.2
, cf. 7.26;τῆς ἐλευθερίας Plb.18.11.7
;οὐδὲ φάους.. πολλὸν ἐπαυράμενον IG12(7).302.5
([place name] Amorgos), cf. Epigr.Gr. 839 ([place name] Lebena): rare in Prose,εἰ.. χρὴ ἀγαθὸν ἐμοῦ ἐπαυρέσθαι And.2.2
;ἀποδοτέον.. ὅσον ἐπηύρετο Arist.EN 1163a20
; τάχα δ' ἄν τι καὶ τοῦ οὐνόματος ἐπαύροιτο may have got his fate from his name, Hdt.7.180;τίν' αἰτίαν σχὼν ἧς ἐπηυρόμην ἐγώ; E. Hel. 469
.b more freq. in bad, though not ironical, sense, ἵνα πάντες ἐπαύρωνται βασιλῆος that all may enjoy their king, i.e. feel what it is to have such a king, Il.1.410;οὐ μὰν οἶδ' εἰ αὖτε κακορραφίης.. ἐπαύρηαι 15.17
: c. acc. et gen., τοιαῦτ' ἐπηύρω τοῦ φιλανθρώπου τρόπου such profit didst thou gain from.., A.Pr.28: abs., τῶ καί μιν ἐπαυρήσεσθαι ὀΐω I doubt not he will feel the consequences, Il.6.353; ἀπό τινος κακὰ ἐ. Demoer. 172.2ἐ. ἀπό τινος
get nourishment from..,Hp.
Morb.4.39.3 c. acc. rei, bring upon oneself,μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ Od.18.107
(v.l. ἐπαύρῃς, but perh. better taken as [ per.] 3sg. [tense] aor. [voice] Act., lest a greater evil reach thee).—Mainly poet. and [dialect] Ion.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαυρέω
-
4 ἐπ-αυρίσκω
ἐπ-αυρίσκω (das simpl. kommt nicht vor; auf denselben Stamm ἌΥΡΩ führt man ἀπαυράω zurück); – 1) act. praes. nur Theogn. 111 (Well. 335), οἱ δ' ἀγαϑοὶ τὸ μέγιστον ἐπαυρίσκουσι παϑόντες, sie genießen die Wohlthaten; aor. II. ἐπηῦρον, dor. ἐπαῠρον, Pind. P. 3, 36, sie hatten Schaden; bei Hom. im conj., ἦ τ' ἄλλως ὑπ' ἐμεῖο καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρῃ, ὀξὺ βέλος πέλεται Il. 11, 391, wenn es auch nur ein wenig streifen sollte, wie μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ 13, 649; ὅστις ἐπαύρῃ Nic. Th. 763; aber Ap. Rh. 2, 174, εἴ κ' ἐσϑλοῖο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ, falls er erlangen sollte; inf. ἐπαυρεῖν u. ἐπαυρέμεν, πάρος χρόα καλὸν ἐπαυρεῖν, berühren, streifen, Il. 11, 573. 15, 316; λίϑου δ' ἀλέασϑαι ἐπαυρεῖν, den Stein zu berühren vermeiden, 23, 340; aber τῶν τινα βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤπερ Ἀχαιούς, 18, 302, theilhaftig werden, genießen; ohne Casus in derselben Bedeutung, Od. 17, 81; Hes. hat noch dazu ein praes. ἐπαυρέω, πλεῖον δέ τε νυκτὸς ἐπαυρεῖ O. 421, vom Sirius, er hat mehr Antheil an der Nacht, der größere Theil seiner Aufgangszeit fällt in die Nacht. – 2) häufiger im med., eigtl. Theil an Etwas haben; – a) im guten Sinne, Vortheil, Genuß von Etwas haben, τοῠ πολλοὶ ἐπαυρίσκονται, Viele haben dessen Gewinn, Il. 13, 733; ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τῆς κοιλίης, τοῦ σώματος, Hipocr., seine Nahrung daraus ziehen; häufiger vor. II » μόχϑων ἀμοιβὴν ἐπαύρεο Pind. N. 5, 49; πρὶν γὰρ ϑανεῖν σε τοῠδ' ἐπαυρέσϑαι ϑέλω, ich will dessen theilhaftig werden, dies erfahren, Eur. I. T. 529; τίν' αἰτίαν σχών, ἧς ἐπηυρόμην ἐγώ; deren Wirkung ich erlitt, Hel. 476; sp. D., κυλίκων πλεῖστον ἐπαυρομένη M. Argent. 30 (VII, 384); p. bei Ath. VIII, 336 b; ἐπαυρομένα πολλὰν κτῆσιν ἀπ' οἰκείου σώματος ἀγλαΐας Noss. 4 (IX, 332), die viel Gut als Genuß ihrer Schönheit erworben; in Prosa, εἴ τι ὑμᾶς χρὴ ἀγαϑὸν ἐμοῦ ἐπαυρέσϑαι Andoc. 2, 2; Sp.; ἀγαϑόν τι ἐπαυρέσϑαι (ἐπαύρεσϑαι ist hier wie überall falscher Accent) παρὰ τοῠ δοῦναι δυναμένου βούλεται D. Cass. 52, 12. – b) im bösen Sinne, Schaden, Nachtheil von Etwas haben; ἵνα πάντες ἐπαύρωνται βασιλῆος, damit alle den (schlechten) König (durch eigenen Schaden) fühlen, Il. 1, 410, vgl. 15, 17; τάχα δ' ἄν τι καὶ τοῦ ὀνόματος ἐπαύροιτο, er dürfte leicht die Folgen empfinden, Her. 7, 180; absolut im tutur., ὀΐω μιν ἐπαυρήσεσϑαι, ich denke, er wird es zu seinem Schaden merken, Il. 6, 353; mit dem acc., μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ, daß du nicht erfahrest, Od. 18, 106, wo Buttmann Lexilog. I, 84 (w. m. s. p. 75 bis 85) ἐπαύρῃς vorzieht; vgl. Plut. an seni ger. resp. 18, πᾶσαν ἀρχὴν ἐπαυρόμενοι.
-
5 γείτων
a adj., neighbouring, neighbour of people, places. κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα i. e. the city of Aitna lying near the mountain P. 1.32 γείτονα δ' ἐκκάλεσεν ( Ἀμφιτρύων) Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν in Thebes N. 1.60 πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι i. e. in Sicily and off Cumae N. 9.43 ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον κελαδῆσαι (i. e. Poseidon: γείτονα, τῶν Θηβαίων, ὡς πρὸς τὴν Ὀγχηστόν. Σ.) I. 1.53 ]ιόν τε σκόπελον γείτονα πρύτανιν[ Δ. 3. 10.b subs.ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47
ἔσχον δ' Ἀμύκλας Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (sc. Δωριεῖς: Amyklai is near Therapnai, centre of their cult) P. 1.66καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.35
ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ, γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι (sc. Alkmaion: reference unexplained) P. 8.58φαῖμεν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87
—8. -
6 ἐπαυρέω
a share, have a share καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν i. e. shared in her fate P. 3.36b med., enjoy, win c. acc. & gen.γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.49
-
7 πολυς
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)1 much, many.1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86
πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13
πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81
πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88
πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
“ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123
—5.ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83
πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58
c. gen.,καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36
c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.952 s. of size, great, muchπολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106πολὺς ὄλβος P. 5.14
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺνὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.3 adv.a πολλάI oftenἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14
—6.πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6
II greatlyκαμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
IV τὰ πολλά, for the most part, oftenεἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2
b πολύ, muchὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.c πολλᾷ, in many waysὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.204 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)a very many, numerousἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
b mostὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
c. art.,τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
-
8 πολλός
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)1 much, many.1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86
πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13
πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81
πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88
πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
“ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123
—5.ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83
πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58
c. gen.,καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36
c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.952 s. of size, great, muchπολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106πολὺς ὄλβος P. 5.14
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺνὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.3 adv.a πολλάI oftenἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14
—6.πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6
II greatlyκαμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
IV τὰ πολλά, for the most part, oftenεἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2
b πολύ, muchὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.c πολλᾷ, in many waysὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.204 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)a very many, numerousἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
b mostὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
c. art.,τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
-
9 φθείρω
См. также в других словарях:
ἐπαῦρον — ἐπαυρέω partake of aor ind act 3rd pl (doric) ἐπαυρέω partake of aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)