Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπαύρεσις

См. также в других словарях:

  • επαύρεσις — ἐπαύρεσις, η (Α) [επαυρώ] απόλαυση τού καρπού ενός πράγματος, ωφέλεια ή ζημία από κάτι, κάρπωση («ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῑσθαι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπαυρέσεις — ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem nom/voc pl (attic epic) ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαυρέσιες — ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαύρεσιν — ἐπαύρεσις enjoyment of the fruit fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»