-
1 ἐπαχθής
ἐπ-αχθής, ές, lästig, drückend, beschwerlich, unangenehm; arrogant; öfter von übertriebenem u. deshalb unangenehmem Lobe; τὸ ἐπαχϑές, das Gehässige. Adv., ἐπαχϑῶς φέρειν, moleste terre -
2 εὐ-σταλής
εὐ-σταλής, ές, wohl ausgerüstet, zunächst von Schiffen, von der Flotte, στόλος Aesch. Pers. 781; πλοῦς εὐστ. καὶ οὔριος, leicht, Soph. Phil. 769; von Soldaten, εὐσταλέστατος ὁ ἱππεύς Xen. Equ. 7, 8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3, 22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα Crass. 25; εὐσταλέστερος ὁπλισμός, leichte Rüstung, D. Hal. 7, 59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. Mar. 34; übertr., gefällig, anständig, κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ, dem ὀγκώδης u. ἐπαχϑής entgeggstzt, Plat. Men. 90 a; Luc. Tim. 54 τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, auf einfachen Schmuck u. anständige Haltung zu beziehen, wie Diod. Com. bei Ath. VI, 239 c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν σ υμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένϑη πρᾳοτέρους, Sol. 12. – Adv., ohne Umstände, leicht, καὶ κούφως ἐκτρέχειν Hdn. 4, 15, 3; anständig, ἀναβεβλημένοι Luc. Hermot. 18; vgl. Opp. C. 1, 97.
-
3 ὀχληρός
ὀχληρός, 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνϑανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχϑής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
-
4 ὀγκ-ώδης
ὀγκ-ώδης, ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχϑής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅςτις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.
См. также в других словарях:
ἐπαχθής — heavy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαχθής — ές ἐπαχθής (AM) βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι») αρχ. 1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές ενόχληση,… … Dictionary of Greek
επαχθής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που προκαλεί άχθος (βάρος), βαρύς, καταπιεστικός: Επαχθής φορολογία. 2. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαχθῆ — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαχθής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστερον — ἐπαχθής heavy adverbial comp ἐπαχθής heavy masc acc comp sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθεστάτων — ἐπαχθής heavy fem gen superl pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθεστέρων — ἐπαχθής heavy fem gen comp pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέα — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθές — ἐπαχθής heavy masc/fem voc sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστατα — ἐπαχθής heavy adverbial superl ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστατον — ἐπαχθής heavy masc acc superl sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)