-
1 επαυξήσει
ἐπαύξησιςincrease: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπαυξήσεϊ, ἐπαύξησιςincrease: fem dat sg (epic)ἐπαύξησιςincrease: fem dat sg (attic ionic)ἐπαυξάνωincrease: aor subj act 3rd sg (epic)ἐπαυξάνωincrease: fut ind mid 2nd sgἐπαυξάνωincrease: fut ind act 3rd sg -
2 ἐπαυξήσει
ἐπαύξησιςincrease: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπαυξήσεϊ, ἐπαύξησιςincrease: fem dat sg (epic)ἐπαύξησιςincrease: fem dat sg (attic ionic)ἐπαυξάνωincrease: aor subj act 3rd sg (epic)ἐπαυξάνωincrease: fut ind mid 2nd sgἐπαυξάνωincrease: fut ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
ἐπαυξήσει — ἐπαύξησις increase fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπαυξήσεϊ , ἐπαύξησις increase fem dat sg (epic) ἐπαύξησις increase fem dat sg (attic ionic) ἐπαυξάνω increase aor subj act 3rd sg (epic) ἐπαυξάνω increase fut ind mid 2nd sg ἐπαυξάνω increase… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
επιστομίδα — η (AM ἐπιστομίς) το επιστόμιο πνευστού οργάνου νεοελλ. βραχύς κωνικός σωλήνας που προστίθεται στο στόμιο άλλου σωλήνα μεγαλύτερης διαμέτρου για να επαυξήσει την ταχύτητα εκροής ρευστού … Dictionary of Greek
προσαύξημα — το, Ν αυτό που χρησιμοποιεί κάποιος για να επαυξήσει κάτι, προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή] … Dictionary of Greek
Ζαγόρι ή Ζαγοροχώρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ΒΑ των Ιωαννίνων, η οποία περικλείεται μεταξύ των ορέων Μιτσικέλι (1.810 μ.) και Τύμφη ή Γκαμήλα (2.497 μ.) της κοιλάδας του Αώου και της ορεινής περιοχής του Μετσόβου. Τα 47 χωριά, που αποτελούν τα… … Dictionary of Greek