-
1 ἐπασκέω
A labour or toil at, prepare or finish carefully,ἐπήσκηται δέ οἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι Od.17.266
.III practise, cultivate, τέχνην, τὰ ἐς πόλεμον, Hdt.2.166; πεντάεθλον, μουνομαχίην, Id.6.92;τὰ ἄλλα κατὰ ταὐτὰ Σκύθῃσι ἐ. Id.4.17
;ἀρετήν Id.3.82
;δι' ἐμπύρων τέχνην E.Hyps.Fr.34(60).59
; ;παγκράτιον Aeschin.3.179
; μνήμην ἐ. cultivate memory, Hdt.2.77; δύναμίν τινος ἐ. increase his strength, Aeschin.2.136: abs., to be in training as an athlete, Achae.3:—[voice] Pass.,ταῦτα Ῥωμαίοις ἐκ παλαιοῦ ἐπήσκηται Arr.An.5.8.1
.3 train for the contest,ἀέθλοισιν.. ἐφήβους IG3.121.4
: also c. inf.,τινὰς τάξει χρῆσθαι Arr.Tact.16.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπασκέω
-
2 ἐπάσκημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάσκημα
-
3 ἐπασκητέον
A one must practise, ib.9.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπασκητέον
-
4 ἐπασκητής
A athlete, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπασκητής
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский