-
1 επασκηταί
-
2 ἐπασκηταί
См. также в других словарях:
ἐπασκηταί — ἐπασκητής athlete masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επασκηταί
2 ἐπασκηταί
ἐπασκηταί — ἐπασκητής athlete masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)