-
1 επαρκεί
ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἐπαρκήςhelpful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπαρκήςhelpful: masc /fem /neut dat sg -
2 ἐπαρκεῖ
ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἐπαρκήςhelpful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπαρκήςhelpful: masc /fem /neut dat sg -
3 επάρκει
ἐπαρκέωto be strong enough for: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπά̱ρκει, ἐπαρκέωto be strong enough for: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπαρκέωto be strong enough for: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἐπαρκέωto be strong enough for: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 ἐπάρκει
ἐπαρκέωto be strong enough for: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπά̱ρκει, ἐπαρκέωto be strong enough for: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)ἐπαρκέωto be strong enough for: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐπαρκέωto be strong enough for: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἐπαρκέωto be strong enough for: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
5 ἐπ-αρκέω
ἐπ-αρκέω (s. ἀρκέω), 1) helfen, b eist eben, unterstützen, Theogn. 821; vgl. Buttm. Lexil. II p. 251; τίς ἄρα ῥύσεται; τίς ἄρ' ἐπαρκέσει ϑεῶν; Aesch. Spt. 92; φίλοις Eur. Hec. 958; ϑεὸς ἐπήρκεσε Her. 1, 91; τινί, Lys. 13, 93; τοῖς δεομένοις Ar. Plut. 830; Plat. Rep. III, 393 e, für das hom. χραισμεῖν gesetzt; abweichend ποιμένων ἐπαρκέσοντα Soph. Ai. 360; mit dem acc. der Person, Eur. Or. 793; – τινί τι, Jemandem Etwas abwehren, οὐδέ τί οἱ τόγ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεϑρον Il. 2, 873; οὔτε τι Τηλέμαχος τόγ' ἐπήρκεσεν, wehrte es nicht ab, Od. 17, 568; κακότητα Ap. Rh. 2, 1163; οὐδὲν γὰρ αὐτῷ τοῦτ' ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν, es wird ihm nicht dagegen helfen, daß er fällt, Aesch. Prom. 920. – 2) gewähren, darreichen; ἄκος Aesch. Ag. 1143; Pind. N. 6, 62; ξένια δοῦναι καὶ πέπλοις ἐπαρκέσαι, damit aushelfen, Eur. Cycl. 301; ἀλληλοφϑοριῶν διαφυγὰς αὐτοῖς Plat. Prot. 321 a; Xen. Conv. 4, 43 u. Folgde; τινί τινος, Einem wovon mittheilen, Xen. Mem. 1, 2, 60; Arist. Eth. 9, 2. – 3) intr., hinreichen; δήμῳ ἔδωκα τόσον κράτος, ὅσον ἐπαρκεῖ Plut. Sol. 18; ἐπαρκέσει νόμος ὅδε, das Gesetz wird fortbestehen, Soph. Ant. 608.
-
6 επαρκεω
1) приходить на (оказывать) помощь, помогатьοὐδὲν αὐτῷ ταῦτ΄ ἐπαρκέσει τὸ μέ οὐ πεσεῖν Aesch. — ничто не спасет его от падения;ἐ. τινι πρὸς ἀλυπίαν Plut. — утешить чью-л. печаль2) уделять, доставлять, давать(τινί τι Plat. и τινί τινος Xen., Arst.)
πέπλοις ἐπαρκέσαι Eur. — снабдить одеждой;ἄκος ἐ. Aesch. — давать средство (спасения)3) (пред)отвращать(τι Hom.)
ἐ. τινι ὄλεθρον Hom. — помешать чьей-л. гибели4) быть достаточнымὅσον ἐπαρκεῖ Plut. — сколько нужно
5) быть в силеκαὴ τὸ μέλλον ἐπαρκέσει (v. l. ἐπικρατεῖ) νόμος ὅδε Soph. — этот закон сохранит свою силу и впредь
-
7 ἐπαρκέω
Aἐπαρκέσσαι A.R.2.1161
, cf. IG5(1).730.18:— to be strong enough for a thing, in Hom. always of cases of danger or injury: 1. c. acc. rei et dat. pers., ward off something from one, ;οὔτε τι Τηλέμαχος τό γ' ἐπήρκεσεν Od.17.568
; prohibebit quominus..,A.
Pr. 918.2 c. acc. rei, ward off, prevent,ἐπαρκέσσαι κακότητα A.R.2.1161
; σέ τοι μόνον δέδορκα πημονάν (Reiske for ποιμένων)ἐ. S.Aj. 360
(lyr.).3 c. dat. pers. only, help, assist, Thgn.871, Hdt.1.91, Lys.13.93, 1 Ep.Ti.5.10, etc.: rarely c. acc. pers., E.Or. 803 (troch.): abs., τίς ἄρ' ἐπαρκέσει; who will aid? A. Th.91 (anap.), cf. S.OC 777.II supply, furnish,ἄκος δ' οὐδὲν ἐπἤρκεσαν, τὸ μὴ πόλιν.. παθεῖν A.Ag. 1170
(lyr.);ἐ. τινί τι Pl.Prt. 321a
, cf. Ar.Pl. 830, LXX 1 Ma.11.35, etc.; also ἐ. τινὶ τῶν ἑαυτοῦ impart to him a share of.., X.Mem.1.2.60: c. dat. rei, supply with, .III abs., to be sufficient, enough,ὅσσον ἐπαρκεῖ Sol.5.1
(v.l. ἀπαρκεῖ) ; ἐπαρκέσει νόμος ὅδ' this law shall prevail, S.Ant. 612(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαρκέω
См. также в других словарях:
ἐπαρκεῖ — ἐπαρκέω to be strong enough for pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπαρκέω to be strong enough for pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπαρκέω to be strong enough for pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐπαρκέω to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρκει — ἐπαρκέω to be strong enough for pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπά̱ρκει , ἐπαρκέω to be strong enough for imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἐπαρκέω to be strong enough for pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπαρκέω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… … Dictionary of Greek
βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… … Dictionary of Greek