-
1 επαριστερως
досл. слева, перен. неловко, неумело(τέν τύχην, δεξιὰν παρισταμένην, ἐ. μεταλαμβάνειν Plut.)
См. также в других словарях:
ἐπαριστέρως — ἐπαρίστερος towards the left adverbial ἐπαρίστερος towards the left masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαρίστερος — ἐπαρίστερος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά 2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά 3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης 4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.) 5. επίρρ. ἐπαριστέρως αδέξια,… … Dictionary of Greek