Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπαριστέρως

См. также в других словарях:

  • ἐπαριστέρως — ἐπαρίστερος towards the left adverbial ἐπαρίστερος towards the left masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαρίστερος — ἐπαρίστερος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά 2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά 3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης 4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.) 5. επίρρ. ἐπαριστέρως αδέξια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»