-
1 επανυω
довершатьοὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη Hes. — неизвестно было, кому из них досталась победа
-
2 επηνυσθη
См. также в других словарях:
επανύω — ἐπανύω (Α) 1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.) 2. μέσ. ἐπανύομαι παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἐπήνυσεν — ἐπανύω complete aor ind act 3rd sg (ionic) ἐπανύω complete aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανύσηται — ἐπανύω complete aor subj mid 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηνύσθη — ἐπανύω complete aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek