Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπανάκειμαι

См. также в других словарях:

  • επανάκειμαι — ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι] 1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.) 2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος 3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • ἐπανακείμενον — ἐπανάκειμαι to be imposed upon perf part mp masc acc sg ἐπανάκειμαι to be imposed upon perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres part mp masc acc sg ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακείμενα — ἐπανάκειμαι to be imposed upon perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακεῖσθαι — ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανακείσεται — ἐπανάκειμαι to be imposed upon fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανάκειται — ἐπανάκειμαι to be imposed upon pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανέκειτο — ἐπανάκειμαι to be imposed upon imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»