Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπανορθώσεις

  • 1 επανορθώσεις

    ἐπανόρθωσις
    setting right: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἐπανόρθωσις
    setting right: fem nom /acc pl (attic)
    ἐπανορθόω
    set up again: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπανορθόω
    set up again: fut ind act 2nd sg
    ἐπανορθόω
    set up again: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπανορθόω
    set up again: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > επανορθώσεις

  • 2 ἐπανορθώσεις

    ἐπανόρθωσις
    setting right: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἐπανόρθωσις
    setting right: fem nom /acc pl (attic)
    ἐπανορθόω
    set up again: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπανορθόω
    set up again: fut ind act 2nd sg
    ἐπανορθόω
    set up again: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐπανορθόω
    set up again: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐπανορθώσεις

См. также в других словарях:

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • ἐπανορθώσεις — ἐπανόρθωσις setting right fem nom/voc pl (attic epic) ἐπανόρθωσις setting right fem nom/acc pl (attic) ἐπανορθόω set up again aor subj act 2nd sg (epic) ἐπανορθόω set up again fut ind act 2nd sg ἐπανορθόω set up again aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανόρθωση — η (AM ἐπανόρθωσις) [επανορθώνω] νεοελλ. 1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως 2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης 3. στον πληθ. οι επανορθώσεις οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και… …   Dictionary of Greek

  • μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… …   Dictionary of Greek

  • Βερσαλίες — (Versailles). Πόλη (85.726 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ιβελίν, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ιλ ντε Φρανς, περίπου 11 χλμ. ΝΔ του Παρισιού. Οι Β. αποτελούν ουσιαστικά μεγάλο στρατιωτικό και αστικό κέντρο σε διαρκή ανάπτυξη …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Κολόμβος, Χριστόφορος — (Cristoforo Colombo, Γένοβα 1451 – Βαγιαδολίδ 1506). Ιταλός θαλασσοπόρος που ανακάλυψε την αμερικανική ήπειρο. Οι πληροφορίες για τη νεανική του ηλικία είναι ασαφείς. Φαίνεται ότι έως τα 22 του χρόνια είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του …   Dictionary of Greek

  • Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… …   Dictionary of Greek

  • Νεϊγί-σιρ-Σεν — (Neuilly sur Seine). Πόλη (59.600 κάτ. το 2003) της Γαλλίας. Αποτελεί δυτικό προάστιο του Παρισιού και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Η πόλη είναι γνωστή από τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919, από τους Συμμάχους και τη Βουλγαρία την …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»