-
1 επανιάσθαι
-
2 ἐπανιᾶσθαι
См. также в других словарях:
ἐπανιᾶσθαι — ἐπανιάομαι to be annoyed at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επανιάσθαι
2 ἐπανιᾶσθαι
ἐπανιᾶσθαι — ἐπανιάομαι to be annoyed at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)