-
1 ἐπανακλαγγάνω
A give tongue again and again, X.Cyn.4.5,6.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανακλαγγάνω
См. также в других словарях:
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek