-
1 επαναστελλω
-
2 ἐπαναστέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναστέλλω
-
3 ἐπαναστέλλω
ἐπ-ανα-στέλλω, zurückschlagen u. in die Höhe heben; verhindern
См. также в других словарях:
επαναστέλλω — ἐπαναστέλλω (Α) 1. αναπληρώνω 2. μέσ. ανασύρω, ανασηκώνω, αναστέλλω* 3. σέρνω, τραβώ προς τα πίσω … Dictionary of Greek