-
1 επαναστρέψη
ἐπαναστρέφωturn back upon: aor subj mid 2nd sgἐπαναστρέφωturn back upon: aor subj act 3rd sgἐπαναστρέφωturn back upon: fut ind mid 2nd sg -
2 ἐπαναστρέψῃ
ἐπαναστρέφωturn back upon: aor subj mid 2nd sgἐπαναστρέφωturn back upon: aor subj act 3rd sgἐπαναστρέφωturn back upon: fut ind mid 2nd sg
См. также в других словарях:
ἐπαναστρέψῃ — ἐπαναστρέφω turn back upon aor subj mid 2nd sg ἐπαναστρέφω turn back upon aor subj act 3rd sg ἐπαναστρέφω turn back upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek