-
1 επαναπαύει
-
2 ἐπαναπαύει
См. также в других словарях:
ἐπαναπαύει — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επαναπαύει
2 ἐπαναπαύει
ἐπαναπαύει — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)