Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπανακείσεται

См. также в других словарях:

  • ἐπανακείσεται — ἐπανάκειμαι to be imposed upon fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανάκειμαι — ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι] 1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.) 2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος 3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»