-
1 επανακείσεται
-
2 ἐπανακείσεται
См. также в других словарях:
ἐπανακείσεται — ἐπανάκειμαι to be imposed upon fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανάκειμαι — ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι] 1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.) 2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος 3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον … Dictionary of Greek