-
1 επαναβληδόν
-
2 ἐπαναβληδόν
-
3 ἐπαναβληδόν
ἐπανα-βληδόν, Adv.A thrown over,ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα.. ἐ. φορέουσι Hdt.2.81
; cf. ἐπαμβλήδην.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναβληδόν
-
4 ἐπαμβλήδην
ἐπαμ-βλήδην· ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος, Hsch.; cf. ἐπαναβληδόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαμβλήδην
-
5 ἐπαναβάλλω
III [voice] Med., put off, defer,τρία ἔτεα ἐ. τὴν Σαρδίων ἅλωσιν Hdt.1.91
, cf. Phalar.Ep.95 (prob.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαναβάλλω
См. также в других словарях:
επαναβληδόν — ἐπαναβληδόν και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α) επίρρ. (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + θ. βλη (< βάλλω, πρβλ. παθ. αορ. ε βλή θην) + κατάλ. δον, που… … Dictionary of Greek
ἐπαναβληδόν — thrown over indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
επαμβλήδην — ἐπαμβλήδην και ἐπαναβληδόν (Α) επίρρ. 1. αναριχτά, ριχτά πάνω στους ώμους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» … Dictionary of Greek