-
1 επαμπίσχοντες
-
2 ἐπαμπίσχοντες
-
3 ἐπ-αμπ-έχω
ἐπ-αμπ-έχω (s. ἀμπέχω), darüber, dazu anziehen, umhüllen; γῆν τῷδε ἐπαμπισχόντες Eur. Tr. 1148, so als aor. zu schreiben, vulg. ἐπαμπίσχοντες, als bes. Präsensform. Bei Plut. oft übertr., ὕβρει καὶ κόμπῳ Oth. 5; φύσις ἐπαμπεχομένη λογισμῷ Sertor. 10.
-
4 ἐπαμπέχω
A put on over, overwrap,ἐπαμπίσχοντες γῆν τινι E.Tr. 1148
; enwrap,αἴσχιστα ἔργα εὐπρεπέσι κλήσεσιν Ph.2.379
;ὕρρει καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν τι Plu.Oth. 5
:—[voice] Med., Ph.1.358, al., D.Chr.6.26;διὰ φόβον δόξας Plu.2.1102d
:— [voice] Pass.,φύσις λογισμῷ -ομένη Id.Sert.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαμπέχω
См. также в других словарях:
ἐπαμπίσχοντες — ἐπί , ἀμφί ἴσχω keep back pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)