-
1 επαμβατηρ
- ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.)νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. — кожные болезни (предполож. о проказе)
См. также в других словарях:
επαμβατήρ — ἐπαμβατήρ, ο (Α) για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)] … Dictionary of Greek
ἐπαμβατῆρας — ἐπαμβατήρ one who mounts upon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)