-
1 ἐπαμβατήρ
A one who mounts upon, assailant: metaph., νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, of leprous eruptions, A.Ch. 280.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαμβατήρ
-
2 επαμβατήρας
-
3 ἐπαμβατῆρας
-
4 ἐπεμβατήρ
A v. ἐπαμβατήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεμβατήρ
См. также в других словарях:
επαμβατήρ — ἐπαμβατήρ, ο (Α) για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)] … Dictionary of Greek
ἐπαμβατῆρας — ἐπαμβατήρ one who mounts upon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)