-
1 επαλιλλόγησε
-
2 ἐπαλιλλόγησε
-
3 ἐπανηλογέω
ἐπαν-ηλογέω, f.l. in Hdt. 1.90 ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν (leg. ἐπαλιλλόγησε from Poll. 2.120, cf. Hdt.1.118).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανηλογέω
См. также в других словарях:
ἐπαλιλλόγησε — παλιλλογέω repeat aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)