-
1 επακτος
21) нахлынувший(χειμέριος ὄμβρος Pind.)
2) привозной(σῖτος Thuc.)
τὰ ἐπακτά Thuc. — предметы ввоза3) иноземный, чужестранный, пришлый(ἐξ ἄλλης χθονός Eur.; ἐ. καὴ ἀλλόφυλος ἀρχή Plut.)
4) состоящий из иностранных наемников, наемный(στράτευμα Aesch.; στρατός Soph.; δύναμις Isocr.)
5) поступающий или привнесенный извне(ὕδωρ Arst., Diod.; πημονή Eur.; μανία Plat.)
6) добровольно причиненный(νόσημα Soph.)
7) навязываемый извне, вынужденный(ὅρκος Isocr.; πόλεμος Plut.)
8) чужойἐ. ἀνήρ Soph. — любовник
9) не врожденный, (благо)приобретенный(ἀρετή Her.)
-
2 επακτός
ός и ή, όν вставной;επακταί ημέραι — вставные дни
календари (напр. 29 февраля);§ επακτός όρκος — клятва в суде, данная по требованию одной из сторон
См. также в других словарях:
ἐπακτός — brought in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπακτος — ἐπακτός brought in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακτός — ή, ό (Α ἐπακτός, ή, όν και ός, όν) νεοελλ. 1. ανατ. «επακτά οστά» βλ. επακταία οστά 2. βοτ. «επακτά όργανα» τα όργανα τών φυτών, που αποτελούνται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς, όπως π.χ. οι παραφυάδες νεοελλ. αρχ. «επακτός όρκος» αυτός που… … Dictionary of Greek
ἐπακτόν — ἐπακτός brought in masc/fem acc sg ἐπακτός brought in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπακτον — ἐπακτός brought in masc/fem acc sg ἐπακτός brought in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτοῖς — ἐπακτός brought in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτοῖσι — ἐπακτός brought in masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτοί — ἐπακτός brought in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτοῦ — ἐπακτός brought in masc/fem/neut gen sg πακτόω fasten imperf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτούς — ἐπακτός brought in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτά — ἐπακτός brought in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)