-
1 επακροαομαι
-
2 ἐπακροάομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπακροάομαι
-
3 επακροάομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επακροάομαι
-
4 ἐπακροάομαι
слушать, внимать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπακροάομαι
-
5 1874
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1874
См. также в других словарях:
ἐπακροῶμαι — ἐπακροάομαι hearkening pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπακροάομαι hearkening pres ind mp 1st sg ἐπακροάομαι hearkening pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροῶνται — ἐπακροάομαι hearkening pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) ἐπακροάομαι hearkening pres ind mp 3rd pl ἐπακροάομαι hearkening pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροωμένων — ἐπακροάομαι hearkening pres part mp fem gen pl ἐπακροάομαι hearkening pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροᾶται — ἐπακροάομαι hearkening pres subj mp 3rd sg ἐπακροάομαι hearkening pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροώμενον — ἐπακροάομαι hearkening pres part mp masc acc sg ἐπακροάομαι hearkening pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροωμένη — ἐπακροάομαι hearkening pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροωμένοις — ἐπακροάομαι hearkening pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροωμένου — ἐπακροάομαι hearkening pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροωμένους — ἐπακροάομαι hearkening pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροᾶσθαι — ἐπακροάομαι hearkening pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακροῷτο — ἐπακροάομαι hearkening pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)