-
1 ἐπακουός
-
2 ἐπ-ήκοος
ἐπ-ήκοος (vgl. ἐπακουός), 1) darauf hörend, erhörend, bes. von den Göttern, ἐπάκοος γενεῦ Pind. Ol. 14, 15; δίκης, κακῶν, Aesch. Eum. 702 Ch. 974; vgl. Ag. 1394; λόγων Eur. Heracl. 120; ἄν πέρ γε ἐμαῖς εὐχαῖς ἐπ. γίγνηταί τις τῶν ϑεῶν Plat. Phil. 25 b; ὧν εὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ ϑεοὶ ἐπ. γεγόνασι, haben sie erhört, Menex. 247 d; καὶ ϑεαταί Legg. VI, 767 d. – Aber Plat. Legg. XI, 931 b ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσϑαι παρὰ ϑεῶν = was erhört worden von Seiten der Götter. – 2) der Ort, von wo aus man hören kann; ἔστησαν εἰς ἐπήκοον Xen. An. 2, 5, 38, εἰς ἐπ. καλεσάμενος αὐτούς 3, 3, 1, προςελϑόντες εἰς ἐπ. ἠρώτων 4, 4, 5, immer von Verhandlungen mit Feinden, bei denen man sich gegenseitig auf Hörweite nähert; ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῠ Luc. Icarom. 23; ἀναγνῶναι ἐς ἐπ., so daß es Alle hören können, Conv. 21.
См. также в других словарях:
επακουός — ἐπακουός, όν (Α) [ακούω] 1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.) 2. επήκοος* … Dictionary of Greek
ἐπακουός — attentive to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάκουος — η, ο δημδ. τ. αντί υπάκουος* … Dictionary of Greek
ἐπακουόν — ἐπακουός attentive to masc/fem acc sg ἐπακουός attentive to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακουούς — ἐπακουός attentive to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)