Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπακουός

См. также в других словарях:

  • επακουός — ἐπακουός, όν (Α) [ακούω] 1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.) 2. επήκοος* …   Dictionary of Greek

  • ἐπακουός — attentive to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάκουος — η, ο δημδ. τ. αντί υπάκουος* …   Dictionary of Greek

  • ἐπακουόν — ἐπακουός attentive to masc/fem acc sg ἐπακουός attentive to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακουούς — ἐπακουός attentive to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»