Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπακολουθῇ

  • 1 επακολουθή

    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > επακολουθή

  • 2 ἐπακολουθῇ

    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐπακολουθῇ

  • 3 επακολουθήι

    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > επακολουθήι

  • 4 ἐπακολουθῆι

    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres ind mp 2nd sg
    ἐπακολουθῇ, ἐπακολουθέω
    follow close upon: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐπακολουθῆι

См. также в других словарях:

  • ἐπακολουθῇ — ἐπακολουθέω follow close upon pres subj mp 2nd sg ἐπακολουθέω follow close upon pres ind mp 2nd sg ἐπακολουθέω follow close upon pres subj act 3rd sg ἐπακολουθέω follow close upon pres subj mp 2nd sg ἐπακολουθέω follow close upon pres ind mp 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακολουθῆι — ἐπακολουθῇ , ἐπακολουθέω follow close upon pres subj mp 2nd sg ἐπακολουθῇ , ἐπακολουθέω follow close upon pres ind mp 2nd sg ἐπακολουθῇ , ἐπακολουθέω follow close upon pres subj act 3rd sg ἐπακολουθῇ , ἐπακολουθέω follow close upon pres subj mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • άσις — (I) ἄσις, η (Α) η ιλύς, η λάσπη που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. asita «σκοτεινός, μαύρος», ενώ το α τού τ. ανάγεται σε ινδοευρ. ņ μετά από το οποίο διατηρείται το s. Η …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ανεύρυσμα — Κοιλότητα με δικά της τοιχώματα συνεχόμενα με τα τοιχώματα κυκλοφορικού αγγείου, συνήθως αρτηρίας. Μορφολογικά, τα α. διακρίνονται σε ατρακτοειδή, όταν εμφανίζονται ως διάταση μιας ολόκληρης κυκλικής περιοχής τμήματος αρτηρίας, και σακοειδή, όταν …   Dictionary of Greek

  • εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ηπατονεφρικός — ή, ό ιατρ. φρ. «ηπατονεφρικό σύνδρομο» διαταραχή τής νεφρικής λειτουργίας που είναι επακόλουθη ηπατικής νόσου ή εγχειρήσεως τών χοληφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatonephric < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + nephric… …   Dictionary of Greek

  • ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως …   Dictionary of Greek

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»