-
1 επαιώνισεν
-
2 ἐπαιώνισεν
См. также в других словарях:
ἐπαιώνισεν — παιωνίζω chant the paean aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επαιώνισεν
2 ἐπαιώνισεν
ἐπαιώνισεν — παιωνίζω chant the paean aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)