Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπαινούμενον

См. также в других словарях:

  • ἐπαινούμενον — ἐπαινέω approve pres part mp masc acc sg (attic epic doric) ἐπαινέω approve pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἐπαινέω approve pres part mp masc acc sg (attic epic doric) ἐπαινέω approve pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»